- προσκηρυσσω
- προσκηρύσσωπροσ-κηρύσσωатт. προσκηρύττω созывать через глашатая
(τινὰς ἐς τὸ ἄστυ Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινὰς ἐς τὸ ἄστυ Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσκηρύσσω — και αττ. τ. προσκηρύττω Α 1. κηρύσσω επί πλέον 2. καλώ επί πλέον, προσκαλώ … Dictionary of Greek
προσκήρυττε — προσκηρύσσω proclaim also pres imperat act 2nd sg (attic) προσκήρῡττε , προσκηρύσσω proclaim also pres imperat act 2nd sg (attic) προσκήρυσσε , προσκηρύσσω proclaim also imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) προσκήρῡσσε , προσκηρύσσω proclaim… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκηρύξαντες — προσκηρύσσω proclaim also aor part act masc nom/voc pl προσκηρύ̱ξαντες , προσκηρύσσω proclaim also aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκηρύττοντες — προσκηρύσσω proclaim also pres part act masc nom/voc pl (attic) προσκηρύ̱ττοντες , προσκηρύσσω proclaim also pres part act masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεκήρυξεν — προσεκήρῡξεν , προσκηρύσσω proclaim also aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεκήρυττεν — προσεκήρῡττεν , προσκηρύσσω proclaim also imperf ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)